- καλλιβλέφαρος
- καλλιβλέφαρος, -ον (AM)αυτός που έχει ωραία μάτιααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον)χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].
Dictionary of Greek. 2013.