καλλιβλέφαρος

καλλιβλέφαρος
καλλιβλέφαρος, -ον (AM)
αυτός που έχει ωραία μάτια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον)
χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιβλέφαρος — with beautiful eyelids masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιβλέφαρον — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem acc sg καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιβλεφάροις — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιβλεφάρους — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιβλέφαρα — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιβλέφαροι — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”